- συμπαρομαρτοῦντος
- συμπαρομαρτέωaccompanypres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)συμπαρομαρτέωaccompanypres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαρομαρτώ — συμπαρομαρτῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῡ κάλλους», Ξεν. β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.) νεοελλ. (συν. το ουδ. πληθ. μτχ.… … Dictionary of Greek